- μουνούχος
- οο ευνούχος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μουνούχος — ο (Μ μουνοῡχος και μνοῡχος) ευνούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. εὐνοῦχος (< εὐνή «κλίνη, συζυγικό κρεβάτι» + οῦχος < ἔχω) > βνοῦχος > μνοῦχος > μουνοῦχος (για την τροπή τού συμφωνικού συμπλέγματος / vn / (ευν / αυν) σε / mn / πρβλ. εὔνοστος… … Dictionary of Greek
μουνουχίζω — [μουνούχος] ευνουχίζω … Dictionary of Greek
ευνούχος — και μουνούχος, ο (ΑΜ εὐνοῡχος, Μ και μουνοῡχος και ᾿ μνοῡχος, Α και ως επίθ. εὐνοῡχος, ον) 1. αυτός που έχει υποστεί ευνουχισμό, ο εκτομίας 2. αυτός τού οποίου έχουν αφαιρεθεί οι γεννητικοί αδένες και έχει καταστεί ανίκανος για συνουσία αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
μουνί — το (Μ μουνί[ν]) το γυναικείο αιδοίο νεοελλ. 1. μτφ. χυδαίος χαρακτηρισμός ωραίας και προκλητικής γυναίκας 2. φρ. «γίναμε μουνί» ή «τά κάναμε μουνί» ήλθαμε σε οξεία διαφωνία ή αναστατώσαμε τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την … Dictionary of Greek
μουνουχάρι(ν) — και μνουχάριν, το (Μ) ευνουχισμένο ζώο, τράγος ή κριάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουνοῦχος + υποκορ. κατάλ. άρι] … Dictionary of Greek
ευνούχος — ο αυτός που ευνουχίστηκε, αλλ. μουνούχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)